- ἀνάδοτος
- ἀνάδοτοςgiven upmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανάδοτος — ἀνάδοτος, ον (Α) αυτός που επιστρέφεται ή μπορεί να επιστραφεί, να δοθεί πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναδίδωμι. ΠΑΡ. αρχ. ἀναδοτικός] … Dictionary of Greek
ἀνάδοτον — ἀνάδοτος given up masc/fem acc sg ἀνάδοτος given up neut nom/voc/acc sg ἀναδίδωμι give up aor imperat act 2nd dual ἀναδίδωμι give up aor ind act 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάδοτε — ἀνάδοτος given up masc/fem voc sg ἀναδίδωμι give up aor imperat act 2nd pl ἀναδίδωμι give up aor ind act 2nd pl (epic) ἀναδίδωμι give up aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω … Dictionary of Greek
αναδοτικός — ἀναδοτικός, ή, όν (Α) [ἀνάδοτος] 1. αυτός που διανέμει, που μοιράζει 2. αυτός που κάνει να ξεπηδούν, που γεννά 3. αυτός που μετατρέπει την τροφή σε ιστό, ο αφομοιωτικός … Dictionary of Greek